- τριχοειδεῖς
- τριχοειδήςlike a hairmasc/fem acc plτριχοειδήςlike a hairmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… … Dictionary of Greek
Πουαζέιγ, Ζαν Λεονάρ Mαρί — (Poiseuille, Παρίσι 1799 – 1869). Γάλλος γιατρός και φυσιολόγος. Η μελέτη της πίεσης του αίματος τον οδήγησε σε γενικότερες έρευνες σε σχέση με το ιξώδες των ρευστών, που βρίσκονται σε κίνηση μέσα σε τριχοειδείς σωλήνες. Ο νόμος των Χάγκεν Π.,… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
λέμνα — (Lemna). Γένος μικρών, φανερόγαμων, μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λεμνιδών ή λημνιδών. Περιλαμβάνει 13 είδη που επιπλέουν σε στάσιμα ή με αργή ροή νερά. Έχουν διάφανο, φυλλοειδή, φακοειδή βλαστό, πλάτους 2 5 χιλιοστών, η επάνω… … Dictionary of Greek
λόρι — (lori). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών παπαγάλων της οικογένειας των λοριδών, της τάξης των ψιττακομόρφων. Το σώμα τους είναι σχετικά μικρό, με μήκος 17 30 εκ. και βάρος 50 150 γρ. Χαρακτηρίζονται από φτέρωμα έντονου χρώματος που καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
ραιγιόν — Υφάνσιμη τεχνητή ίνα, η παραγωγή της οποίας στηρίζεται στην ιδιότητα της κυτταρίνης να διαλύεται σε διάφορα αλκαλικά ή αμμωνιακά διαλύματα, σχηματίζοντας μια ιξώδη μάζα ως μέλι, η οποία, όταν περάσει από τριχοειδείς οπές, στερεοποιείται εύκολα.… … Dictionary of Greek
τριχίδιο — το / τριχίδιον, ΝΑ [τριχίς, ίδος] νεοελλ. 1. (γενικά) λεπτή τριχοειδής δομή 2. στον πληθ. τα τριχίδια ζωολ. α) οι βλεφαρίδες τής περιστοματικής βλεφαρίδωσης τών βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων β) οι τριχοειδείς προεκβολές τού κυτταροπλάσματος 3. φρ.… … Dictionary of Greek